-
1 ἀπο-καθ-ίζω
ἀπο-καθ-ίζω (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαϑίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσϑένειαν πολλάκις ἀποκαϑίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάϑημαι.
1 ἀπο-καθ-ίζω
ἀπο-καθ-ίζω (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαϑίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσϑένειαν πολλάκις ἀποκαϑίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάϑημαι.